- φιλόκρημνος
- φῐλό-κρημνος, ον,A haunting steep rocks, of goatherds, AP 6.221.4 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκρημνος — ον, Α (για κατσίκες) αυτός που συνηθίζει να πηγαίνει σε κρημνώδεις τόπους, σε απόκρημνα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρημνός (πρβλ. βαθύ κρημνος)] … Dictionary of Greek
φιλοκρήμνων — φιλόκρημνος haunting steep rocks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)